Εἰσαγωγική διευκρίνηση: Ὁ Diamond χρησιμοποιεί τίς ἀγγλικές λέξεις pain καί hurt, πού δέν ἔχουν ἀκριβεῖς ἀντίστοιχες στά ἑλληνικά. Ἡ πρώτη ταυτίζεται μέ τή λέξη «πόνος», καί κατά τό νόημα, καί κατά τό γεγονός ὅτι εἶναι ἕνα οὐσιαστικό. Τό «hurt» εἶναι ρῆμα, πού δηλώνει «προκαλῶ πόνο» ἤ «ὑφίσταμαι πόνο», μέ ὁποιαδήποτε ἔννοια μποροῦν νά νοοῦνται αὐτά, καθώς καί οἱ ὀνοματοποιήσεις τους. Στό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου, τό «hurt» χρησιμοποιεῖται διπλᾶ: καί ὡς ρῆμα καί ὡς ὀνοματοποίηση τοῦ «πονάει», δηλαδή τοῦ δυσαρέστου αἰσθήματος πού ἐγγίζει τό συναίσθημα. Γι᾿ αὐτό, στήν ὀνοματοποιημένη μορφή του, τό ἀποδίδουμε ὡς «πληγή», ἤ ὡς «πονάει», διότι αὐτό εἶναι τό ζωντανό, ἐνεργό πρᾶγμα πού βιώνουμε ὅταν ὑφιστάμεθα (αἰσθανόμαστε ζωντανά) τόν πόνο. Αὐτό πού λέει ἡ λέξη «πόνος» μπορεῖ νά ἔχει ἕνα πιό ἀκαδημαϊκό χαρακτῆρα.
Ὁ Αὐστραλός ψυχίατρος Ainslie Meares, ἀφιερωμένος στήν ἀπάλυνση τοῦ ἀνθρώπινου πάσχειν, ταξίδεψε σέ πολλές μακρυνές καί ἐξωτικές χῶρες γιά νά μάθει ἀπό τούς θεραπευτάς καί τούς σοφούς πολλῶν ποικίλων πολιτισμῶν.
Εἶχε τή μεγαλύτερη ἀποκάλυψη στό Katmandu, ἀπό ἕναν γιόγκι 134 ἐτῶν, πού διαλογιζόταν 16 ὧρες τήν ἡμέρα. Ὁ Ainslie Meares τόν ρώτησε, ἄν αἰσθάνεται τόν πόνο. Ἡ ἀπάντηση ἦταν, ὅτι καί βέβαια τόν αἰσθανόταν, ἀλλά - καί αὐτό ἦταν ἡ ἀποκάλυψη - ὁ πόνος δέν πονοῦσε. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ πόνου καί πληγῆς [πόνου καί «πονάει»].
Ὁ πόνος εἶναι ἀναγκαῖο συνακόλουθο τῆς ὑπάρξεώς μας - ἀλλά δέν χρειάζεται νά πονάει.
Ὁ πόνος εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή μας στίς διαμορφωτικές δυνάμεις τῆς ζωῆς μας, στήν Ὁδό πρός τόν προορισμό μας. Καθημερινά ὑποκείμεθα σέ αὐτές τίς διαμορφωτικές δυνάμεις, μέσῳ τῶν ὁποίων ἐξελισσόμαστε. Αὐτοί οἱ πόνοι εἶναι φυσικό συστατικό τῆς ἀναπτύξεώς μας: εἶναι πόνοι μεγαλώματος. Ἀλλά δέν χρειάζεται, δέν θά ἔπρεπε, νά πονᾶνε [νά εἶναι πληγές].
Ὅπως μορφοποιεῖται ὁ πηλός στόν τροχό τοῦ ἀγγειοπλάστη, ἔτσι συμβαίνει καί σέ ἐμᾶς, πάντα μέ πρόθεση τοῦ Ἀγγειοπλάστη γιά ἐμᾶς, νά γίνουμε πιό Ὄμορφοι, πιό Τέλειοι, ἀκόμη περισσότερο κατ᾿ εἰκόνα Του. Ἄν ὁ πηλός εἶχε αἰσθήσεις, θά αἰσθανόταν πόνο - ἀλλά ποτέ πληγή.
Ἡ πληγή [τό «πονάει»] εἶναι μία προσθήκη, πού ἐμεῖς βάζουμε στόν πόνο. Ὁ πόνος εἶναι ἀντίληψη, ἡ πληγή [τό «πονάει»] εἶναι συναίσθηση. [Μέ μία βαθύτερη κατανόηση,]δέν ὑπάρχει λόγος πού νά δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη τῆς πληγῆς [τοῦ «πονάει»]. Αὐτό μπορεῖ νά ἐξαλειφθεῖ, καί τότε μποροῦμε ἁπλῶς νά ἀναπτυσσόμαστε μαζί μέ τόν πόνο, νά μεγαλώνουμε ἐξ αἰτίας τοῦ πόνου.
Παρατηρῆστε τή διαφορά ἀνάμεσα στίς δύο φράσεις: «Ἔχω ἕνα πόνο στό στομάχι μου» καί «Τό στομάχι μου πονάει». Ὁ πόνος συνήθως χρησιμοποιεῖται σάν οὐσιαστικό, ἀλλά τό «πονάει» [«ὑπάρ-χει πληγή»] εἶναι ρῆμα. Καί τά ρήματα συνεπάγονται δράση. Τό «πληγώνω» εἶναι ρῆμα μεταβατικό: ὁ πόνος βρίσκεται στό στομάχι μου, σέ ἀντίθεση πρός τό ὅτι τό στομάχι μου μέ πονάει - τό στομάχι μου ἐπιτίθεται σέ ἐμένα. Αὐτό εἶναι τό ψυχολογικό συστατικό, πού ἔχει ἐπιπροστεθεῖ στό συστατικό τῆς φυσιολογίας, τόν πόνο.
Ὁ πόνος γίνεται ἀντιληπτός ὡς ἐσωτερικός, ἀλλά τό «μέ πονάει» [ἡ πληγή] ὡς κάτι ἐξωτερικό. Ὁ πόνος μου εἶναι δική μου ἐνέργεια [αἴσθημα], ἡ πληγή μου ἔχει προκληθεῖ ἀπό κάποιον ἄλλο. Ὁ πόνος εἶναι στήν καρδιά, ἐνῶ τό «πονάει» [ἡ πληγή] εἶναι περιφερειακό, σάν νά ἔρχεται ἀπό ἔξω, ἀπό κάποιον ἄλλο.
Ὁ πόνος, ὅπως ἀνέφερα, εἶναι μέσο, μέ τό ὁποῖο παίρνουμε μορφή, διαπλασσόμεθα, ξετυλιγόμαστε, ὥστε νά ὡριμάζουμε πνευματικῶς ὅλο καί περισσότερο.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στό ἀσυνείδητό μας πιστεύουμε ὅτι ἡ πληγή [τό «πονάει»] προέρχεται βασικά ἀπό τή μητέρα. Ἄν μόνο μᾶς εἶχε πραγματικά ἀγαπήσει, δέν θά ὑπῆρχε πληγή [«πονάει»] καθώς κινούμαστε μέσα στή ζωή. Θυμηθῆτε, τότε πού ἤσαστε μικρό παιδί καί τραυματιζόσαστε, τρέχατε στή μητέρα σας καί αὐτή ἔβαζε τό μπράτσο της γύρω σας, σᾶς παρηγοροῦσε, σᾶς χαμογελοῦσε, καί τό «πονάει» [ἡ πληγή] ἔφευγε. Ὁ πόνος ἐξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει, διότι οἱ ἀπολήξεις τῶ νεύρων ἦταν ἐρεθισμένες, ἀλλά δέν ὑπῆρχε πληγή [«πονάει»]. Ὁ πόνος εἶναι διαχειρίσιμος ἐφ᾿ ὅσον δέν εἶναι πληγή [δέν «πονάει»] - ἐφ᾿ ὅσον πιστεύουμε ὅτι ἀγαπώμεθα ἀπό τίς μητέρες μας.
Πιστεύω ὅτι ὁ ἀπώτατος σκοπός τῆς θεραπείας εἶναι νά μᾶς βοηθήσει νά βροῦμε τήν ἀγάπη τῶν μητέρων μας, τό θεῖο μητρικό ἔνστικτό τους. Αὐτό πάντα ὑπάρχει, ἀλλά πολύ συχνά εἶναι κρυμμένο. Καί εἶναι ἔργο τοῦ θεραπευτοῦ νά τραβήξει τό σύννεφο τῆς ἀγνωσίας τοῦ πάσχοντος καί νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν μητέρα του ὡς γήϊνη ἐκδήλωση τῆς Μητέρας Ὅλων, τῆς Πάντα Χαμογελαστῆς Μητέρας Ὅλων. Ὅταν ὁ πάσχων γνωρίσει τή μητέρα του ὡς Ἐκείνην, αὐτό ὑπερνικᾶ κάθε πληγή καί τόν κάνει ἱκανό νά ἀποδεχθεῖ μέ εὐγνωμοσύνη τούς πόνους τοῦ μεγαλώματος, τό ἔργο τῆς Θείας Ἀγάπης.
Καθώς ἀκούω μέ τό ἐσωτερικό μου αὐτί τά παράπονα τῶν ἀσθενῶν μου - διαζύγιο, ἀρρώστια, ὁτιδήποτε - ἀκούω καί αἰσθάνομαι τόν πόνο καί τήν πληγή τους. Καί ἔχω καταλήξει νά ἀναγνωρίσω ὅτι λίγο εἶναι αὐτό πού ἐγώ μπορῶ νά κάνω, ἤ θά ἔπρεπε νά κάνω, γιά τόν πόνο τους. Ἀλλά εἶναι πολύ αὐτό πού μαζί μποροῦμε νά κάνουμε γιά τήν πληγή τους. Καθώς φθάνουν νά αἰσθανθοῦν ἀγαπώμενοι ἀπό τίς μητέρες τους, καί ἀπό τόν κόσμο σάν ἀπό Ἐκείνη (ὅπως ἦταν στήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους), τότε δέν ὑπάρχει πληγή - καί ὁ πόνος εἶναι ἀποδεκτός, μέ εὐγνωμοσύνη.
Μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε ὁλόκληρη τή ζωή, ὅλες τίς μεταστροφές της, χωρίς καθόλου πληγή [χωρίς καθόλου νά πονάει], καί νά τίς θεωροῦμε ὅλες ὡς ἔκφραση τῆς Ἀγάπης, ὅταν πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό τίς μητέρες μας - καί μόνο τότε. Καί αὐτή ἡ πεποίθηση, αὐτή ἡ γνώση τῆς ἀγάπης της μέσα στήν καρδιά μας, εἶναι πού μᾶς κάνει ἱκανούς νά ἀνταποκριθοῦμε μέ ἀγάπη σέ αὐτήν, καί ὕστερα σέ ὅλα σάν σέ αὐτήν.
Πιστεύω ὅτι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς μουσικῆς - ὄχι τῆς μουσικῆς γιά διασκέδαση, ἀλλά τῆς ἀλη-θινῆς μουσικῆς, πού ἐγώ ὀνομάζω μεταμουσική. «Μετά» σημαίνει «πέρα ἀπό», καί ἡ μεταμουσική εἶναι πέρα ἀπό τή συνηθισμένη μουσική, πέρα ἀπό τά ἐγκόσμια. Εἶναι μουσική πού ἀπευθύνεται στό πνεῦμα. Εἶναι μουσική σάν τήν πολυαγαπῶσα μητέρα μας.
Ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς δημιουργικές τέχνες, πιό πολύ ἡ μουσική ἔχει τή δύναμη νά μᾶς θυμίζει τήν ἀγαπητικότητά τῆς μητέρας, νά μᾶς βοηθάει νά τήν αἰσθανθοῦμε καί νά ζήσουμε ἀνταποκρινόμενοι σέ αὐτήν, ἐλεύθεροι ἀπό κάθε πληγή. Διότι ἡ μουσική ἔρχεται ἀπό τή μητέρα: ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀρχή κάθε μουσικῆς. Τό κράτημά μας στήν ἀγκαλιά της, τό τρυφερό κούνημά της, καί ἰδιαίτερα ἡ φωνή της καί τό νανούρισμά της. Καί πάντα τό χαμόγελό της, τό χαμόγελο τῆς παρηγοριᾶς, τό χαμόγελο τῆς ἀγάπης της.
Τό νά ἀκοῦτε μεταμουσική, τό νά τήν παίρνετε μέσα στήν καρδιά σας, εἶναι νά γνωρίζετε καί πάλι τή μητέρα σας ὡς τή Μητέρα τῆς Ἀγάπης, ὡς γήϊνη ἐκδήλωση τῆς Μητέρας Ὅλων. Νά γνωρίζετε τήν ψυχή τῆς μητέρας σας.
Αὐτός εἶναι ὁ βασικός λόγος γιά τή μουσική. Σέ αὐτή τήν κατάσταση Ἀγαπητικότητος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει πληγή, διότι πληγή εἶναι, ὅταν δέν πιστεύουμε ὅτι ἡ μητέρα μᾶς ἀγαπᾶ. Καί ὅλα εἶναι ἀγάπη, ὅταν ξέρουμε ὅτι μᾶς διαπλάθουν τά ὁδηγοῦντα χέρια τοῦ Ἀγγειοπλάστη.
.
Ὅταν βροῦμε τίς μητέρες μας ὡς Ἀγάπη, γινόμαστε ἐλεύθεροι ἀπό πληγή. Σάν τόν γιόγκι, πού αἰσθανόταν τόν πόνο, ἀλλά δέν τόν πονοῦσε.
.
Ἡ μεταμουσική μᾶς μεταφέρει, μέσῳ τῶν μητέρων μας, στή Μητέρα Ὅλων.
Ὁ John Diamond δίνει μεγάλη σημασία στή μουσική, καί τήν χρησιμοποιεῖ (ὅπως κάνει καί μέ ἄλλους τρόπους δημιουργικῆς ἐκφράσεως) γιά νά ξυπνήσει ἤ νά διεγείρει τήν ὁρμή ζωῆς στούς ἀσθενεῖς του προσφέροντας ἀκρόαση κατάλληλης μουσικῆς ἤ βοηθώντας τους νά ἐκφρασθοῦν μουσικά,μέ τόν προσωπικό τους τρόπο.