Δέν ἔχουμε συχνά εὐκαιρίες νά διαβάσουμε ὁλόκληρο τόν Ὕμνο στήν Ἐλευθερία τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, πού οἱ πρῶτες στροφές του ἀποτελοῦν τόν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Ἐπιλέξαμε ἕνα τμῆμα του, τίς στροφές 87 μέχρι 98, πού μποροῦν κάπως νά σταθοῦν καί μόνες τους καί νά ἀποτελέσουν ἕνα αὐτοτελές νόημα, ὅπως τό ἀντιλαμβάνεται ὁ κάθε ἀναγνώστης. |
| 87 | Ἀπ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά, καί σάν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά! | 88 | Πῆγες εἰς τό Μεσολόγγι τήν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, 'μέρα πού ἄνθισαν οἱ λόγγοι γιά τό τέκνο τοῦ Θεοῦ. |
| 89 | Σοῦ 'λθε ἐμπρός λαμποκοπώντας ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρό, καί τό δάκτυλο κινώντας ὁπού ἀνεῖ τόν οὐρανό, | 90 | "σ' αὐτό", ἐφώναξε, "τό χῶμα στάσου ὁλὀρθη, Ἐλευθεριά!". Καί φιλώντας σου τό στόμα μπαίνει μές στήν ἐκκλησιά. |
| 91 | Εἰς τήν τράπεζα σιμώνει, καί τό σύννεφο τό ἀχνό γύρω-γύρω της πυκνώνει πού σκορπάει τό θυμιατό. | 92 | Ἀγρικάει τήν ψαλμωδία ὁπού ἐδίδαξεν αὐτή, βλέπει τή φωταγωγία στούς Ἁγίους ἐμπρός χυτή. |
| 93 | Ποιοί εἶν᾿ αὐτοί πού πλησιάζουν μέ πολλή ποδοβολή, κι ἄρματ᾿, ἄρματα ταράζουν; Ἐπετάχτηκες ἐσύ! | 94 | Ἄ, τό φῶς πού σέ στολίζει, σάν ἡλίου φεγγοβολή, καί μακρόθεν σπινθηρίζει, δέν εἶναι, ὄχι, ἀπό τή γῆ. |
| 95 | Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός. Φῶς τό χέρι, φῶς τό πόδι, κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς. | 96 | Τό σπαθί σου ἀντισηκώνεις, τρία πατήματα πατᾶς, σάν τόν πύργο μεγαλώνεις, κι εἰς τό τέταρτο κτυπᾶς. |
| 97 | Μέ φωνή πού καταπείθει προχωρώντας ὁμιλεῖς: "Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη, ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής. | 98 | Αὐτός λέγει, ἀφοκρασθεῖτε: "Ἐγώ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὡμέγα ἐγώ. Πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθεῖτε ἐσεῖς ὅλοι, ἄν ὀργισθῶ;" |