Δευτερεύουσες διευκρινήσεις: Στό ποίημα πού ἀκολουθεῖ, Bestami εἶναι τό ὄνομα Πέρσου "σοφοῦ", πού άναφέρεται ὡς ἱδρυτής τοῦ Σουφισμοῦ, τό ὄνομα Ἄζαρ ἀναφέρεται στόν πατέρα τοῦ Ἀβραάμ, κατά τό Κοράνιο, καί τό ὄνομα Ἀζραήλ ἀναφέρεται σέ ἄγγελο πού χωρἰζει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, πάλι σύμφωνα με τήν μουσουλμανική παράδοση. Οἱ άναφορές σέ αὐτά τά συγκεκριμένα πρόσωπα δέν περιορίζουν τήν ὑγιᾶ ἀπήχηση πού μπορεῖ τό ποίημα νά ἔχει στούς ἐπισκέπτες αὐτῆς τῆς σελίδος.
Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ
Ὁ Bestami εἶπε, «Ὅλα αὐτά τά χρόνια,
οἱ ἄνθρωποι νόμιζαν ὅτι μέ ἄκουγαν,
ἀλλά δέν ἔχω πεῖ οὔτε ἕνα πρᾶγμα. Ὁ Ὁμιλητής μιλάει.
Ἐγώ εἶμαι μόνον μία ἠχώ.»
Ὁ τοῖχος λέει στό καρφί,
«Γιατί μέ τρυπᾶς;»
«Ὄχι ἐγώ», λέει τό καρφί.
«Κοίτα ἀπό πάνω μου».
Μή ζητιανεύεις ἔλεος ἀπό τή λόγχη.
Ζήτα ἀπό αὐτόν πού τήν κρατάει.
Τόν Ἕνα πού μοῦ δίνει μορφή
ὅπως ὁ Ἄζαρ ἔκανε εἰκόνες.
Αὐτός φτιάνει ἕνα φλυτζάνι. Ἐγώ κρατῶ ὑγρό.
Ἕνα στιλέττο. Ἐγώ κόβω.
Μία πηγή. Ἔλα σέ μένα γιά νερό.
Αὐτός ἀνάβει μία φωτιά. Ἐγώ δίνω θερμότητα.
Αὐτός μέ κάνει βροχή. Ἐγώ ἀνεβαίνω στόν βλαστό τοῦ καλαμποκιοῦ.
Αὐτός φτιάνει ἕνα βέλος. Ἐγώ τρυπῶ τό σῶμα.
Ἕνα φίδι. Ἐγώ βγάζω μέ τό σάλιο δηλητήριο.
Ἕναν φίλο. Ἐγώ κάνω καλωσυνάτες ὑπηρεσίες.
Εἶμαι μία πέννα ἀνάμεσα σέ ἐκεῖνα τά δάκτυλα,
κι ἔτσι δέν τρέμω, ἀπορώντας
τί νά κάνω.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἀζραήλ μίλησε στή γῆ,
Καί, ἐνῶ τό ἔκανε, ὅπως ὁ μάγος παρασύρει
τό ἀκροατήριό του, ἔκλεψε μία χούφτα χῶμα
καί ἔφερε τή χούφτα πίσω στόν Θεό,
ὅπως φέρνουν πίσω στό σχολεῖο αὐτόν πού τό ἔσκασε.
Ὁ Θεός εἶπε, «Θά σέ κάνω τόν Ἄγγελο τοῦ Θανάτου,
τόν ἐκτελεστή τῶν πλασμάτων μου».
«Ἀλλά, Κύριε, θά νομίσουν ὅτι εἶμαι ἐχθρός τους
ὅταν τούς στραγγαλίζω». «Θά στρέψω τήν προσοχή τους
μακρυά ἀπό σένα καί πρός τίς ἀρρώστιες
καί τίς πληγές καί ὅλους τούς πολλούς τρόπους
πού ἔχουν γιά νά πεθαίνουν».
«Ἀλλά ὑπάρχουν κάποιοι πού βλέπουν
πέρα ἀπό τίς δευτερεύουσες αἰτίες τοῦ πυρετοῦ καί τῆς δυσεντερίας.
Αὐτοί ξέρουν τό θεῖο θέσπισμα.
Ὅλες οἱ ἀρρώστιες ἔχουν μία θεραπεία, ὅπως τό ὅτι κρυώνουμε
μπορεῖ νά γιατρευτεῖ μέ ἕνα γούνινο παλτό. Ἀλλά ὅταν
ἔρχεται τό θέσπισμα, κανένα περιτύλιγμα σέ ροῦχα
δέν μπορεῖ νά κάνει αὐτόν πού τό ἔχει ἡ μοῖρα του, νά μήν παγώσει.
Ὑπάρχουν κάποιοι πού τό ξέρουν αὐτό».
«Ἀζραήλ,
ἀκόμη κι ἄν σέ δοῦνε, νά θυμᾶσαι, ὅτι κι ἐσύ
εἶσαι μία δευτερεύουσα αἰτία. Ἐγώ εἶμαι πιό κοντά.»
Ὁ θάνατος δέν εἶναι πικρός σέ αὐτούς πού ξέρουν.
Ἄν ἕνας σεισμός ἀνοίξει τούς τοίχους τῆς φυλακῆς,
νομίζεις ὅτι ἕνας φυλακισμένος πού δραπετεύει
θά παραπονεθεῖ γιά τή ζημιά πού ἔγινε
στά πέτρινα καί μαρμάρινα ἔργα;
Κανείς φυλακισμένος δέν ἔχει μέχρι τώρα πεῖ τέτοια ἀνοησία.
Ἡ ψυχή πετάει ψηλά ὅταν ἐλευθερώνεται ἀπό τό σῶμα,
σάν τόν κατάδικο, πού κοιμᾶται στό κελλί του,
καί ὀνειρεύεται ἕναν κῆπο μέ τριαντάφυλλα.
Ξέρει ὅτι ὀνειρεύεται, καί δέν θέλει
νά ἐπανέλθει μέσα στό σῶμα του, τή φυλακή του.
Προσεύχεται, «Ἄφησέ με νά συνεχίσω νά περπατῶ ἐδῶ σάν πρίγκηπας».
Ὁ Θεός λέει, «Ναί. Σοῦ παραχωρεῖται τό αἴτημά σου.
Μήν ἐπιστρέψεις». Πεθαίνει μέσα στόν ὕπνο του
καί παραμένει σέ ἐκεῖνον τόν τριανταφυλλένιο παράδεισο,
χωρίς τύψεις γιά ὅ,τι ἄφησε
πίσω στό κελλί τῆς φυλακῆς.
Στάσου κάτω ἀπό τό μυτερό τόξο καί κλάψε.
Κάψου ὅλη τή νύχτα σάν κερί πού ἀποκεφαλίζεται
μέσα στήν ἴδια του τή φλόγα. Κλεῖσε τά χείλη σου
στό φαγητό καί τό ποτό. Βιάσου
πρός αὐτό τό ἄλλο τραπέζι, τρέμοντας
σάν ἰτιά. Ξέχνα τίς ἀδυναμίες σου.
Ἡ νοσταλγία σου εἶναι τό πᾶν.
Οἱ ἄνθρωποι θά ποῦν, «Ὁ τάδε πέθανε».
Ἀλλά ἐσύ θά ξέρεις πόσο ζωντανός θά ἔχεις γίνει.
Τό πνεῦμα εἶναι ἕνας κόσμος-ὑδατογραφία.
Αὐτό τό ἄλλο εἶναι ἕνας σωρός ἀπό ἄχρηστα ὑλικά,
ἕνας κοπρόλοφος ἀπό ἀρρώστια. Στήν ὑλική πλευρά,
ἄν φᾶς πολύ λίγο, γίνεσαι ἀνήσυχος.
Πάρα πολύ, καί ἀρχίζεις νά βγάζεις ἀέρια.
Πολύ λίγο, γίνεσαι ἀδύνατος καί ἀναιμικός.
Πάρα πολύ, εἶσαι σκυθρωπός μέ δυσπεψία.
Ἡ πνευματική τροφή σέ κάνει ἐλαφρόν καί ἁγνόν.
Ἔχε ὑπομονή. Ἐπίμενε στή νηστεία.
Νά προσδοκεῖς νά φτάσει ἡ τροφή τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας καλοταϊσμένος ἄνθρωπος δέν προσδοκεῖ τίποτε.
Ἕνας ἄνθρωπος χωρίς φαγητό πάντα ψάχνει.
Νά προσδοκεῖς τά καλύτερα καί πιό εὐγενῆ πιάτα,
καί ὁ Οἱκοδεσπότης θά τά φέρει.
Τό βουνό ὑψώνει τό κεφάλι του μέ χάρη
σάν καλεσμένος πού δέχεται τήν αὐγή.
Κάποιος ἀνόητος ἔλεγε, «Αὐτός ὁ τόπος
θά ἦταν μιά χαρά, ἄν δέν ὑπῆρχε τό πεθαίνειν».
Rumi